- στρογγυλώνω
- στρογγυλῶ, -όω, ΝΜΑ [στρογγύλος]κάνω στρογγυλό κάτι, τό στρογγυλεύωαρχ.παθ. στρογγυλοῡμαι, -όομαιδίνω την εντύπωση τού στρογγυλού, φαίνομαι στρογγυλός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρογγυλώ — όω, ΜΑ βλ. στρογγυλώνω … Dictionary of Greek
στρογγύλωμα — το, ΝΑ [στρογγυλῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρογγυλώνω, το στρογγύλευμα αρχ. (για τα μαλλιά) βοστρύχωμα, κατσάρωμα … Dictionary of Greek